νεότοκος

νεότοκος
νεό-τοκος, ον,
A new-born: metaph., fresh, recent,

πάθος Aret.CD1.5

.
II parox. νεοτόκος, ον, [voice] Act., having just brought forth, E.Ba.701, Aret.CA2.3;

λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς D.H.1.79

, Plu.2.320d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοτόκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόκος — ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, ον) αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, τελειο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • νεότοκος — η, ο (Α νεότοκος, ον) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τοκος (< τίκτω), πρβλ. απειρό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • νεοτόκοις — νεότοκος new born masc/fem/neut dat pl νεοτόκος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόκον — νεοτόκος masc/fem acc sg νεοτόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόκου — νεότοκος new born masc/fem/neut gen sg νεοτόκος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόκους — νεότοκος new born masc/fem acc pl νεοτόκος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόκων — νεότοκος new born masc/fem/neut gen pl νεοτόκος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόκῳ — νεότοκος new born masc/fem/neut dat sg νεοτόκος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεότοκον — νεότοκος new born masc/fem acc sg νεότοκος new born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”